-
1 κάλυμμα
κάλυμμαhead-covering: neut nom /voc /acc sg -
2 κάλυμμα
A head-covering, hood, veil, κ. κυάνεον dark veil worn in mourning, Il.24.93, h.Cer.42; Χρύσεον κ. B. 16.38;ὁ Χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ καλυμμάτων ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην A.Ag. 1178
(but metaph., δείξω τάδ' ἐκ καλυμμάτων 'I will lift the veil', S.Tr. 1078); λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχους' E.IT 372, cf.Ar.Lys. 532, Fr.320.5, Dicaearch.1.18;κάρα καλύμμασι κρυψάμενον S.Aj. 245
(lyr.); ;Μωυσῆς ἐτίθει κ. ἐπὶ τὸ πρόσωπον 2 Ep.Cor.3.13
.2 fishing-net shaped like a sack, Opp.H.3.82; βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν, of the garment thrown by Clytaemnestra over her husband, A.Ch. 494.4 grave, AP7.227 (Diotim.).5 in animals, the covering of the gills of fishes, Arist.HA 505a2; operculum of testaceans, ib. 547b5; eyelid, Poll.2.66.9 sheathing-planks for a roof, IG22.1668.57; but, slabs for closing coffers, ib.4.1484.57 (Epid., iv B.C.), 11(2).144A42 (Delos, iv B.C.).10 perh. paving-slab, Milet.7.60.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλυμμα
-
3 κάλυμμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάλυμμα
-
4 κάλυμμα
κάλυμμα, ατος, τό (s. next entry; Hom. et al.; Delian ins [III B.C.]: BCH 32, 13 no. 3a, 42; LXX; Philo, Leg. All. 2, 53; TestJud 14:5) head-covering, veil lit., of the veil w. which Moses covered his face (Ex 34:33–35) 2 Cor 3:13.—κ. is v.l. for ἐξουσία 1 Cor 11:10.—Fig. veil, covering that prevents right understanding τὸ αὐτὸ κ. ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει … μένει the same veil remains when … is read 2 Cor 3:14 (JCarmignac, NTS 24, ’77/78, 384–86). κ. ἐπὶ τὴν καρδίαν κεῖται a veil lies on the mind vs. 15; περιαιρεῖται τὸ κ. the cover is taken away vs. 16 (cp. Ex 34:34).—JGöttsberger, D. Hülle des Mos. nach Ex 34 u. 2 Cor 3: BZ 16, 1924, 1–17; SSchulz, Die Decke des Moses (2 Cor 3:7–18): ZNW 49, ’58, 1–30; CHickling, The Sequence of Thought in 2 Cor 3: NTS 21, ’74/75, 380–95.—B. 436. M-M. TW. -
5 κάλυμμα
-ατος + τό N 3 17-0-0-0-2=19 Ex 27,16; 34,33.34.35; 35,11Cf. DORIVAL 1994, 50; LE BOULLUEC 1989 278-279(Ex 27,16); →TWNT -
6 κάλυμμα
wrapperΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κάλυμμα
-
7 κάλυμμ'
κάλυμμα, κάλυμμαhead-covering: neut nom /voc /acc sg -
8 καλυμμάτων
κάλυμμαhead-covering: neut gen pl -
9 καλύμμασι
κάλυμμαhead-covering: neut dat pl -
10 καλύμμασιν
κάλυμμαhead-covering: neut dat pl -
11 καλύμματα
κάλυμμαhead-covering: neut nom /voc /acc pl -
12 καλύμματι
κάλυμμαhead-covering: neut dat sg -
13 καλύμματος
κάλυμμαhead-covering: neut gen sg -
14 καλύμματ'
καλύμματα, κάλυμμαhead-covering: neut nom /voc /acc plκαλύμματι, κάλυμμαhead-covering: neut dat sgκαλύμματε, κάλυμμαhead-covering: neut nom /voc /acc dual -
15 γιγγλίαν
γιγγλίαν· κάλυμμα κεφαλῆς ἐρεοῦν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλίαν
-
16 δερματώδης
δερμᾰτώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δερματώδης
-
17 δνοφέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δνοφέος
-
18 καλυμμάτιον
Aκάλυμμα 9
, Ar.Fr.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυμμάτιον
-
19 καταπέτασμα
A curtain, veil, Hld.10.28, PGrenf.2.111.7 (v/vi A. D.); esp. the veil of the Temple, LXXEx.26.31, Aristeas86, Ev.Matt.27.51, etc.; prop. the inner veil, the outer being τὸ κάλυμμα, cf. Ph.2.148: metaph.,κ. δόξης Id.1.270
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπέτασμα
-
20 μακτήριον
μακτήριον, τό,II μ.· ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακτήριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάλυμμα — head covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
κάλυμμα — το σκέπασμα: Δε βάλατε κανένα κάλυμμα πάνω στο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωπεκίς — Κάλυμμα της κεφαλής κατασκευασμένο από δέρμα αλεπούς (αλώπηξ). Το χρησιμοποιούν συνήθως σε περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχει βαρύς χειμώνας (Θράκη, Ήπειρος). Το κάλυμμα έχει το σχήμα καπέλου, αλλά σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται και ως… … Dictionary of Greek
κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν … Dictionary of Greek
φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… … Dictionary of Greek
κάλυμμ' — κάλυμμα , κάλυμμα head covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… … Dictionary of Greek
ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… … Dictionary of Greek
καλυμμαύχι ή καμηλαύκι — Κάλυμμα της κεφαλής των ιερέων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει σχήμα κυλινδρικό με γείσο στο πάνω μέρος. Το κ. που φορούν οι Έλληνες κληρικοί είναι μαύρο, ενώ αυτό που φορούν οι κληρικοί των Σλαβικών Εκκλησιών είναι ιώδες. Κ., χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
καλυμμάτων — κάλυμμα head covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)